Dictionary of Greek. 2013.
τραβέα — και τραβαία, ἡ, ΜΑ η περιπόρφυρη τήβεννος ανώτατων αξιωματούχων τής Ρώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trabea «πορφυρή τήβεννος»] … Dictionary of Greek